Μη φοβάσαι τη φυγή, της Ιωάννας Γκανέτσα

Κάπως, κάπου μέσα στα τρένα του κόσμου πάντα θα υπάρχουν κενές θέσεις. Και πάντα θα γεμίζουν από εκείνους που τις αναζητούν…

Μη φοβάσαι τη φυγή, της Ιωάννας Γκανέτσα

Ήταν περίεργο μα για χρόνια συνέβαινε. Ζούσα αρκετά κοντά στις γραμμές των τρένων κι, όμως, δεν τα είχα ακούσει ποτέ να περνούν.

Δεν είχα ακούσει τις ράγες να τρέμουν στο βάρος τους, τους τροχούς να μουγκρίζουν στο πέρασμά τους, τη μηχανή να βαριανασαίνει σε κάθε κίνηση, το σφύριγμα του φουγάρου να σκίζει τον αέρα.

Δεν τα είχα ακούσει τα φθινοπωρινά μεσημέρια, όταν με τη φορτωμένη παιδική κούραση σχολική τσάντα μου επέστρεφα στο σπίτι μου ή τα καλοκαιρινά βράδια, όταν μετά τα ξενύχτια με φίλους και σχέσεις νεότητας έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο της γραμμής.

Κι όταν μεγάλωσα και το σπίτι γέμισε με μωρουδιακά αξεσουάρ και κλάματα, τις λίγες ώρες που κοίταζα το ταβάνι και προσπαθούσα να ξεκουράσω το ξενυχτισμένο κορμί μου, ακόμη και τότε, δεν τα άκουγα.

Ειδικά το σφύριγμα δεν μπορούσα να το καταλάβω πώς. Πώς χάνονταν ένας ήχος τόσο δυνατός; Πώς περνούσαν τα τρένα τόσο κοντά χωρίς το αυτί μου να αντιλαμβάνεται την παρουσία τους;

Θέσεις γεμάτες όνειρα ή θέσεις κενές από αγάπη. Επιβάτες της μιας στάσης ή ολόκληρης της διαδρομής, δρομολόγια λουσμένα με το φως της μέρας ή νυχτερινά περάσματα με φόντο το φεγγάρι, ταξίδια μονοήμερα ή φορτωμένα βαλίτσες γεμάτες προσδοκίες. Όλα τους, τρένα του κόσμου που δεν άκουγα. Ωστόσο, περνούσαν.

Και δεν ξέρω αν, στιγμές, με ενοχλούσε περισσότερο το γεγονός αυτό καθ’ αυτό ή το γεγονός πως έτρεχα πάντα τόσο πολύ, ώστε δεν προλάβαινα να τα αντιληφθώ. Παρόλο που μου άρεσαν τα πάσης φύσεων ταξίδια, εκείνα μου αρνούνταν την παρουσία τους. Σαν να ‘θελαν να μου δείξουν πως δεν ήταν ώρα. Ή πως έπρεπε, ίσως, εγώ να τα αναζητήσω.

Να καθίσω σ’ ένα παγκάκι δίπλα τους και να παρατηρώ την ανάγκη της ύπαρξης τους. Να τα βλέπω —και να τα ακούω— να περνούν από μπροστά μου, άλλοτε γεμάτα κι άλλοτε άδεια από ζωή αλλά πάντα εκεί. Να κάνουν τα δρομολόγια για τα οποία ήταν προορισμένα. Να ταξιδεύουν με κάθε καιρό, ό,τι καιρό κι αν κάνει.

Ώσπου, ξαφνικά, ένα πρωινό της άνοιξης, ανάμεσα σε τιτιβίσματα πουλιών και τον ήλιο να καίει από νωρίς, άκουσα την κόρνα του σαν χαστούκι στον άνεμο. Διαπέρασε τα λιγοστά χιλιόμετρα που με χώριζαν από το σταθμό και κι έφτασε μαζί με τις αχτίδες του ήλιου στο μπαλκόνι μου.

Δεν σάλεψα. Μόνο τ’ άφησα να ηχήσει στ’ αυτιά μου σαν αποκάλυψη χρόνων. Σαράντα σχεδόν χρόνια κάτοικος της ίδιας γειτονιάς κι ήταν η πρώτη φορά. Σαν τρένο κι εγώ, σκουριασμένο και παρατημένο σε γραμμή εκτός λειτουργίας, άκουγα τα τρένα του κόσμου να ψάχνουν προορισμούς, να ζουν τις ζωές των ανθρώπους που κουβαλούσαν στα σπλάχνα τους.

Και μαζί με τον ήχο ταξίδεψαν κι οι μνήμες. Με τιμώρησαν με εικόνες ανθρώπων που χάθηκαν σαν τοπίο έξω από το τζάμι. Φίλοι που χάθηκαν, έρωτες που κοιμήθηκαν, σχέσεις που λιποτάκτησαν. Μέσα στο διαρκές κυνήγι της ζωής κατέβηκαν, όλοι τους, σε στάσεις πρότερες.

Κι είναι αλήθεια, το ξέρω, πως, υπάρχει πάντα λόγος που οι απουσίες ανήκουν στο παρελθόν. Μα ακόμη κι έτσι, εκείνη τη στιγμή, πόνεσα για όλους εκείνους που αποχαιρέτισα σε στάσεις και χρόνο πριν από το χρόνο που θα ‘θελα. Εκείνους που πήδηξαν εν κινήσει ενώ η ζωή πήγαινε μπροστά κι εκείνους που έστρεψα το βλέμμα από φόβο μήπως λυγίσω την ώρα του αποχωρισμού.

Κι έγινε ξεκάθαρος τότε ο λόγος που τόσο χρόνια δεν άκουγα τον ήχο της φυγής. Δεν ήθελα, απλώς. Δεν ήμουν έτοιμη. Δεν μου άρεσαν οι αποχαιρετισμοί και τα άδεια βαγόνια. Ήθελα πάντα ένα «συνεχίζεται», ένα «είμαι πάντα κάπου εδώ», ένα «θα σε περιμένω» ή «θα επιστρέψω» κι ας ήξερα, μέσα μου, πως εκείνα τα ταξίδια τελείωναν ακριβώς εκεί, σ’ εκείνο το χρόνο, σ’ εκείνη τη στάση.

Κι επιτέλους, μαζί με το σφύριγμα των τρένων που έφθαναν, αναχωρούσαν ή απλώς περνούσαν από τα μέρη μου, καλωσόρισα και μια λύτρωση. Μιαν αλήθεια.

Κάπως, κάπου μέσα στα τρένα του κόσμου πάντα θα υπάρχουν κενές θέσεις. Και πάντα θα γεμίζουν από εκείνους που τις αναζητούν. Ευτυχώς.

Ιωάννα Γκανέτσα

Διαβάστε επίσης

Close