Φίλοι που χάθηκαν στη διαδρομή

Έγιναν φίλοι στα αζήτητα και καφέδες που ποτέ δεν ήπιαμε…

Φίλοι που χάθηκαν στη διαδρομή

Το θυμάμαι αυτό το τζιν. Είναι καταχωνιασμένο στον πάτο της ντουλάπας. Χρόνια στα αζήτητα. Τσαλακωμένο και παλιό, ίσως και ντεμοντέ τώρα πια. Έχει λιώσει στον καβάλο, έχει σκιστεί στα γόνατα. Πόση οικονομία έκανα για να το πάρω! Μήνες τα μάζευα τα λεφτά. Το είχα σταμπάρει, όμως, κι έπρεπε να το αποκτήσω.

Δεύτερο πετσί μου το έκανα. Το έβγαζα στον ύπνο κι όταν ήταν να πάει για πλύσιμο. Φορές το έπαιρνα από την απλώστρα και το φορούσα νωπό. Πόσες στιγμές ήταν μαζί μου! Όλα μαζί τα κάναμε. Σχολεία, κοπάνες, καφετέριες, ραντεβουδάκια, πάρκα. Άξιος σύμμαχος στα μαρτύρια που το υπέβαλλα. Φιλίες εφηβικές και πανεπιστημιακές. Άνθρωποι, πρόσωπα, γέλια και κλάματα.

Κι απλά κάποια στιγμή χώθηκε στη ντουλάπα. Στο δεύτερο ράφι, πίσω δεξιά. Δεν ξαναβγήκε μαζί μου. Τη θέση του πήραν άλλα παντελόνια μοντέρνα, αλήτικα, κυριλάτα. Καταχωνιάστηκε και μαζί του πήρε στιγμές κι εμπειρίες που δε γυρίζουν πίσω.

Σαν τους ανθρώπους κι αυτό έκανε ένα βήμα πίσω, να δώσει τη θέση του αλλού. Σε νέες καταστάσεις, σε φρέσκιες φάτσες. Πορεία προς τα εμπρός που δεν ακολουθούν όλοι. Χάνεις κόσμο στη διαδρομή, συναντάς νέο, κάνεις ένα ξεσκαρτάρισμα και συνεχίζεις να προχωράς ακάθεκτος.

Σύντροφοι σε στιγμές αθώες, σε χρόνια ανέμελα, μετατρέπονται σε απλούς γνωστούς. Περαστικοί που συναντιούνται τυχαία στο δρόμο και δεν έχουν τι να πουν. Άλλοτε κάνεις πως δεv τους βλέπεις, αλλάζεις πεζοδρόμιο κι επιταχύνεις το βήμα σου για να αποφύγεις τη συνάντηση. Άλλοτε χαιρετάς τυπικά με μια εγγλέζικη ευγένεια κι ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον για τη ζωή τους.

Κι ύστερα ένα «τα λέμε» κι ένα «να πιούμε κανένα καφέ». Χέρια υψώνονται, χαμόγελα στολίζονται και πλάτες αντικρίζουν η μία την άλλη. Ξέρεις καλά πως δε θα τα πείτε, πως δε θα πιείτε κανένα καφέ, πως ένας θεός ξέρει πότε θα ξανασυναντηθείτε.

Δε γνωρίζει τον αριθμό του τηλεφώνου σου, ίσως ούτε και τη διεύθυνσή σου. Δεν ξέρει πια εάν είσαι καλά, εάν χώρισες, εάν κοιμάσαι τα βράδια. Δεν υπάρχει πια στη ζωή σου κι εσύ στη δική του. Δεν έχετε τίποτα κοινό αλλά ούτε και χρόνο για να διαπιστώσετε αν ισχύει. Γίνατε ξένοι. Ίσως από επιλογή. Ίσως κι από ταχύτητα. Χάνονται οι άνθρωποι που θέλουν να χαθούν ή που εσύ τους δείχνεις το σήμα της εξόδου.

Ένα σωρό καφέδες που δεν ήπιαμε ποτέ. Άλλοι τόσοι που ποτέ δε θα πιούμε.

Η ατάκα πάντα έτοιμη στην άκρη της γλώσσας να κλείσει τη συζήτηση και να βγάλει τους συνομιλητές απ’ τη δύσκολη θέση. Συνένοχοι στο ίδιο ψέμα. Ο ένας κόβει κι ο άλλος ράβει κι ας ξέρουν και οι δύο πως τα λόγια τους τα παίρνει ο αέρας.

Ίσως για λίγα δευτερόλεπτα πειστείς κι εσύ που το ξεστομίζεις πως θα ήθελες να τον ξαναδείς. Θα ήθελες να ακούσεις τι έχει να σου πει και πώς είναι η ζωή του μετά από χρόνια. Ίσως από ενδιαφέρον, ίσως από κουτσομπολιό. Ίσως κι επειδή κάποτε με αυτόν τον άνθρωπο μοιράστηκες κομμάτια της ζωής σου.

Κάποτε. Παλιά. Ούτε θυμάσαι ποιος ήσουν τότε. Ούτε θυμάσαι ποιος είναι αυτός απέναντι. Πέρασε στα αζήτητα σαν το τζιν σου στο βάθος της ντουλάπας. Κάποτε το έλιωνες, το γούσταρες, δεν έκανες ρούπι μακριά του. Κι έπειτα άλλαξες εσύ, άλλαξαν και οι άλλοι.

Έγιναν φίλοι στα αζήτητα και καφέδες που ποτέ δεν ήπιαμε.

Κείμενο: Κατερίνα Χήναρη

Διαβάστε επίσης

Close