Δύο γιαγιάδες, από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Είδες τα νέα παιδιά; Θράσος, φλερτ.. εμείς ζητάγαμε την άδεια για να αργήσουμε να πάμε το μεσημέρι στο φαγητό.

Δύο γιαγιάδες, από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Δύο γιαγιάδες, ηλικίας γύρω στα 70, συνήθιζαν να κάθονται σε ένα παγκάκι και να παρατηρούν τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα στους δρόμους. Ώσπου ξεκίνησαν να μιλάνε για όλα όσα τους απασχολούσαν…

– Μεγαλώσαμε, μεγαλώσαμε. Βλέπω τα παιδιά στο σχολείο και θυμάμαι τις ημέρες που και εγώ ήμουν μαθήτρια.
– Άστα , άστα. Και εγώ ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πότε άσπρισαν τα μαλλιά μου.
– Εντάξει, χρυσή μου, εσύ είσαι και μεγαλύτερη από εμένα, πώς να το κάνουμε. Κάποια χρονάκια παραπάνω τα έχεις.
– Α για κάνε μου τη χάρη! Μαζί μεγαλώσαμε, μην πας να βγάλεις εμένα μεγαλύτερη. Εσύ έκρυβες χρόνια, θυμάσαι; Έλεγες ότι ήσουν 25 και ήσουν 32 πατημένα και μιλημένα. Μην ανοίξω το στόμα μου τώρα..
– Χρυσή μου, ας ηρεμήσουμε. Δεν ωφελεί να χαλάμε τις καρδιές μας άδικα. Να μιλήσουμε για τις εξετάσεις μας. Ξέρεις, χθες έκανα και η χοληστερίνη μου ήταν καλή.
– Άσε καλή μου, και εμένα η πίεση είναι το μόνιμο πρόβλημα. Δε θέλω να ταράζομαι γιατί μου ανεβαίνει απότομα. Εντάξει, εμένα η χοληστερίνη καλή είναι.. και το ζάχαρο..
– Τα έμαθες για τη Μαρία του κυρ Παναγιώτη; Χώρισε με το λεγάμενο..
– Χώρισε; Δε στα έλεγα; Δεν ήταν νοικοκυρά αυτή, τα πουκάμισά του τα άφηνε με λεκέδες. Ανοικοκύρευτη παιδί μου, μόνο βόλτες ήτανε..
– Αμ , ο άλλος στον τρίτο; Του τα τρώνε αυτές στα ξενυχτάδικα που γυρίζει και ρεμπελεύει κάθε βράδυ. Δε θα στρώσει ποτέ…
– Δε θα νοικοκυρευτεί ποτέ παιδί μου. Τον πατέρα του λυπάμαι που έδωσε του κόσμου τα λεφτά να τον σπουδάσει Ναυτιλιακά..
– Άστα να πάνε. Από το κακό στο χειρότερο η νεολαία μας. Εμείς μιλιά δε βγάζαμε.

Δεν περνάει λίγη ώρα και το κουδούνι στο σχολείο χτυπάει. Είναι το τελευταίο και τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους. Κάποια παιδιά ανάβουν τσιγάρο, ένα ζευγαράκι βγαίνει αγκαλιά και άλλα τρέχουν φωνάζοντας..

– Είδες τα νέα παιδιά; Θράσος, φλερτ.. εμείς ζητάγαμε την άδεια για να αργήσουμε να πάμε το μεσημέρι στο φαγητό.
– Άστα , άστα. Τα νέα παιδιά όλο με τα ακουστικά και με αυτό το μαραφέτι είναι στα χέρια.. το .. πώς , πώς το λένε;
– Αμ , οι κοπέλες; Απελευθέρωση; Εμείς ούτε αγκαλιές , ούτε τίποτα… οι κοπέλες πλέον κυνηγούν.
– Που να τους λέγαμε για τα δικά μας. Που δε με άφηναν οι δικοί μου να βγω και μία μέρα με χίλιους δύο κόπους μου είπαν ότι θα μου επιτρέψουν να επιστρέψω στις δώδεκα..
– Έχουν ξεθαρρέψει τα πιτσιρίκια. Χθες κόντεψα να μαλώσω με ένα στο λεωφορείο..
– Άστα να πάνε. Εμένα την προηγούμενη εβδομάδα μάλωναν κάτω από το σπίτι και παραλίγο να καλέσω την αστυνομία. Άστα, ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος στραβά..
– Να μεγαλώσουν, θέλω, να μη μπορούν να τρέξουν από τα αρθριτικά όπως εμείς. Να τους πούμε πώς νοιώθετε που δε σας σέβονται;

– Ξέρεις, δε μπορούμε να περιμένουμε μέχρι τότε για να τους μιλήσουμε.
– Γιατί;
– Γιατί εμείς, πώς να στο πω τώρα, δε θα είμαστε ζωντανές…
– Ναι, δίκιο έχεις… δε θα είμαστε… (σιωπή)

Και οι δύο σώπασαν … δεν το γνώριζαν αλλά και οι δύο σκεφτόντουσαν μέσα τους εκείνη τη στιγμή πως ο κόσμος μας είναι όντως φτιαγμένος στραβά…

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Διαβάστε επίσης

Close