Mademoiselle, πάλι βάψατε τα μαλλιά σας;

Ήξερε πως όσο και αν είχε θυμώσει, μέσα της την αγαπούσε και ήθελε να βλέπει πως είναι καλά.

Mademoiselle, πάλι βάψατε τα μαλλιά σας;

Η mademoiselle έβλεπε τη Μαρία να της ρίχνει κλεφτές ματιές, ακόμα και αν υποδυόταν πως δεν την έβλεπε.

Ήξερε πως όσο και αν είχε θυμώσει, μέσα της την αγαπούσε και ήθελε να βλέπει πως είναι καλά. Δεν πήγε όμως να της μιλήσει εκείνη πρώτη; μεγαλύτερη ήταν, δασκάλα ήταν, έπρεπε να κάνει εκείνη λογικά το πρώτο βήμα.

Το πρώτο κουδούνι χτύπησε, κουβέντα δεν αντάλλαξαν οι δύο τους. Εκείνη κατέβαινε τις σκάλες ώστε να πάει στην αίθουσα των καθηγητών. Εκείνη τη στιγμή, ανέβαινε τις σκάλες από την αντίθετη πλευρά η μαθήτριά της, η οποία αν και την είδε δεν άλλαξε πορεία και πλησίασε περισσότερο κοντά της.

Η δασκάλα της είχε μέσα της την απορία: ‘’αχ, θα μου μιλήσει, θα θελήσει να με φιλήσει ή θα είναι σκληρή μαζί μου επειδή δεν της μιλούσα; Αχ, θα μου πει μία κουβέντα;’’

Η Μαρία την πλησίασε, της έριξε ένα βλέμμα από πάνω προς τα κάτω και το μόνο που είπε με ένα σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο: ‘’Βάψατε το μαλλί σας, mademoiselle; Ξανθά πάλι τα κάνατε, δε σας πάνε τόσο.’’

Η δασκάλα της έμεινε για λίγο ακίνητη προσπαθώντας να αναλύσει μέσα της αυτό που της είπε η ίδια η μαθήτρια που μέχρι πριν λίγο καιρό την αγαπούσε σαν τρελή. Είχε μουδιάσει, δεν περίμενε τόσο ειρωνικές κουβέντες, η Μαρία δεν είχε συνηθίσει να είναι μαζί της τόσο επιθετική και ειρωνική.

Καμία κουβέντα από εκείνη για το αν της έλειψε, κανένα ενδιαφέρον, καμία θέρμη και χαρά που την αντίκρισε ξανά μετά από τόσο καιρό. Εκείνη ήθελε να ακούσει ένα ‘’μου λείψατε’’ για να της έλεγε πόσο πολύ και εκείνη της έλειψε. Αυτό ήταν, η ειρωνεία και η κακία στα μάτια της την έπεισαν πως εκείνη αυτή τη συμπεριφορά και μόνο θα υιοθετούσε απέναντί της από εδώ και στο εξής.

Η mademoiselle ήθελε να ακούσει μόνο μία καλή κουβέντα, αλλά τίποτα. Μία αδιαπέραστη σιωπή, καμία ένδειξη αγάπης, πού πήγε η Μαρία που γνώρισε;

Κακία έλαμψε τότε στα μάτια της, γυρνώντας στη νεαρή μαθήτριά της και απαντώντας: ——‘’Ξέρεις, Μαρία, τα έβαψα. Χρειαζόμουν όμορφες αλλαγές στη ζωή μου, βλέπεις σταμάτησα να σου μιλάω και είμαι πολύ καλύτερα από τότε.’’

Αχ, πόσο δεν το εννοούσε! Πόσο ήθελε να πει πως της έλειψε, αλλά εκείνη δεν ήταν πια γλυκιά μαζί της; Ένα βλέμμα ικανοποίησης διαπέρασε όμως το μέσα της αφού σκεφτόταν: ‘’Πρέπει να την πλήγωσα πολύ τώρα, αχ ναι, την πλήγωσα πολύ!’’

Γύρισε και την κοίταξε, βλέποντας την ίδια να έχει συσπάσεις στο πρόσωπο λόγω των νεύρων και του θυμού που δημιουργήθηκαν από τα λόγια της. Ήξερε πως της φερόταν έτσι επειδή είχε πληγωθεί, επειδή την έψαχνε για μήνες ενώ εκείνη είχε εξαφανιστεί. Αφού στραβοκατάπιε, πλησίασε ξανά προς το μέρος της .

-‘’Λαμπρά mademoiselle, απάντησε ξανά εκείνη. Μη στεναχωριέστε, δε θα είστε καλά για πολύ καιρό ακόμα’’.

Μία ζαλάδα τη διαπέρασε, δεν ήξερε πια αν θα έπρεπε να θυμώσει. Πώς είναι δυνατόν εκείνη να μην της φέρεται καλά; Εντάξει, και εκείνη της είχε μιλήσει άσχημα, αλλά πώς έπαψε να την αγαπάει;

Προτίμησε να μην κάνει τίποτα, έβλεπε πως για εκείνη τίποτα δεν άλλαζε πλέον. Η ίδια ειρωνεία από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία, η ίδια αδιαφορία. Και ήταν τόσο χαρούμενη που την είδε! Της είχε λείψει τόσο πολύ όλους αυτούς τους μήνες, ήθελε να δει μόνο αν είναι καλά και να προσπαθήσει να την πλησιάσει πιο τρυφερά.

Συνέχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά, ώσπου μία ξαφνική αδιαθεσία τη διαπέρασε, κάνοντας τα πάντα να σκοτεινιάζουν γύρω της. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ήταν ακόμα ζαλισμένη και από τα λόγια της μαθήτριάς της και πριν ζητήσει βοήθεια, σύρθηκε στα σκαλιά και έπεσε χωρίς τις αισθήσεις της στο πάτωμα.

Το μόνο που άκουγε αχνά ήταν οι φωνές της μαθήτριάς της η οποία έτρεξε ουρλιάζοντας κοντά της και κρατώντας την αγκαλιά φωνάζοντας βοήθεια, ενώ οι άλλοι καθηγητές και ο γιατρός του σχολείου ήρθαν για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Η Μαρία φώναζε όλη την ώρα ‘’mademoiselle μου, γίνε μου καλά, δε θα αντέξω αν μου πάθεις κάτι’’.

Η mademoiselle μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου υπεβλήθη σε όλες τις εξετάσεις για να διαπιστωθεί πως απλώς είχε βιώσει τις τελευταίες ημέρες υπερβολική κούραση και της βγήκε σε σωματική αδυναμία.

Η Μαρία δεν έφυγε στιγμή από δίπλα της, μερόνυχτα ρωτούσε γιατρούς πώς είναι, άφησε τα πάντα. Μέσα της άρχισαν βαθιά να αναδύονται οι τύψεις, επειδή της μίλησε άσχημα και δεν της έδειξε τη χαρά της που την ξαναέβλεπε.

Η βροχή έσταζε από το τζάμι, με εκείνη να ζωγραφίζει διάφορες μορφές στο παράθυρο.
Δεν πέρασε αρκετή ώρα, η κολλητή της φίλη ήρθε να τη δει, αντικρίζοντας για πρώτη φορά την αγαπημένη της φίλη σε αυτή την άθλια κατάσταση.

-Εγώ φταίω, φώναζε η Μαρία κλαίγοντας. Πόσο άσχημα της μίλησα, εκείνη μόνο να με πλησιάσει ήθελε.’’

-Μαρία μου μην κλαίς, θα γίνει καλά, είπε η φίλη της. Δε φταις εσύ, μην κατηγορείς τον εαυτό σου.

-Εγώ φταίω, επέμενε η Μαρία. Τόσους μήνες υποφέρω επειδή από εκείνη εισπράττω μόνο την αδιαφορία και την ειρωνεία και ήθελα να την πληγώσω επειδή με έχει πληγώσει και εκείνη. Ήταν στα σκαλιά, ήθελε να με πλησιάσει και εγώ την ειρωνευόμουν. Θεέ μου, πόσο άσχημα της μίλησα, μακάρι να γυρνούσα το χρόνο πίσω!

-Μαρία μου σταμάτα! Για το Θεό!

-Τόσους μήνες έχει συσσωρευτεί μέσα μου θυμός, με διέλυσε το σαράκι της ζήλιας, δεν ήξερα τι έλεγα και τι έκανα. Της μίλησα τόσο άσχημα! Ποτέ της δε με αγάπησε, ποτέ! Και το ήξερα και ήθελα να την πληγώσω. Και αυτό έγινε. Είμαι τόσο άθλιος άνθρωπος!

-Μαρία μου, είπε πάλι η φίλη της, όλα θα πάνε καλά. Το ξέρω πως δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος, σε έχω δει να υποφέρεις όλους αυτούς τους μήνες και ξέρω πως ο πόνος σου σε τύφλωσε. Οι γιατροί όμως με διαβεβαίωσαν πως θα γίνει καλά. Να ξέρεις πως σε αγαπάει και εκείνη, πάντοτε σε αγαπούσε. Δεν στο έδειχνε, αλλά σε αγάπησε. Της έλειπες τους μήνες που δεν είχατε ειδωθεί, περισσότερο από όσο πίστευε και η ίδια. Θα γυρίσει και θα είστε πάλι καλά!

Η φίλη της απόρησε και η ίδια. Πρώτη φορά την έβλεπε σε αυτή την κατάσταση, πρώτη φορά έβλεπε τη φίλη της τόσο αδύναμη, τόσο διαλυμένη, τόσο μετανιωμένη.

Η Μαρία δεν ήταν σε θέση να ακούσει κανέναν. Μόνο η mademoiselle της την ενδιέφερε, να γίνει καλά. Ήθελε να μείνει στο νοσοκομείο, μήπως και εκείνη τη ζητήσει. Αλλά εκείνη αν και μέσα στον ύπνο της ψέλλισε ένα ‘’Μαρία’’, ήταν τόσο σιγανό ώστε κανείς να μην το ακούσει. Η Μαρία έμεινε με τον πόνο πως εκείνη δεν την ήθελε κοντά της καθόλου. Και έτσι διαλυμένη, ρημαγμένη, έγειρε για λίγο σε ένα κάθισμα και κοιμήθηκε για λίγη ώρα.

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Διαβάστε επίσης

Close