Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη: «…γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;»

Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε…

Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη: «...γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;»

«Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας»

Μια «άλλη Αντιγόνη», μια «άλλη Ισμήνη»

Στην Ισμήνη της «Τέταρτης Διάστασης» ο Γιάννης Ρίτσος ,προσεγγίζοντας τον μύθο των Λαβδακιδών με μια ιδιοφυή ποιητική αυθαιρεσία, επαναπροσδιορίζει τα σημαντικά και εμβαθύνει στα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Έργο που παραπέμπει στη ζωή και όχι στη θυσία, παρουσιάζει τη φθορά , τη μοναξιά, τη χρεωκοπία της ελπίδας και ταυτόχρονα ξετυλίγει ένα κατηγορώ ενάντια σε κάθε λογής και απόλυτης νοοτροπίας άτομα:

«…γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;»

Μια «άλλη Αντιγόνη», που τοποθετημένη σε δυσθεώρητα ύψη, προκαλεί το θαυμασμό, αλλά όχι την οικειότητα. «Αιώνια φοβισμένη ως το θυμό μπροστά στη ζωή, μπροστά στον έρωτα, μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα, μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό», «πάντα μαζεμένη, αναδιπλωμένη στον εαυτό της», βλοσυρή, αλύγιστη, επιτιμητική και αλαζονική στην μάταιη δυστυχία της.

Μια Αντιγόνη που «θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα» κι «η μόνη θηλυκή της γενναιότητα» ήταν να διαλέξει «την ώρα και τον τρόπο του θανάτου της», «αντιστρέφοντας το αναπότρεπτο τέλος σε μιαν ευτελή στην εκτυφλωτική λαμπρότητά της αθανασία»

Μια «άλλη Ισμήνη», η μόνη που επέζησε από τη γενιά των Λαβδακιδών προσπαθώντας να μείνει έξω από το παιχνίδι της εξουσίας και του αίματος, «ένας ίσκιος στη δική της μυστική περιοχή». Μια Ισμήνη που αγαπούσε τα λουλούδια, τον Αίμονα, τη ζωή, «περίεργη για τους νεκρούς, ωραίους, σαν ταγμένους στον έρωτα», γυναίκα, μακριά «απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και άσκοπους ηρωισμούς».

Χρόνια μετά, στο ρημαγμένο αρχοντικό, με τους νεκρούς να γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι, προσπαθεί να αναμετρηθεί με την απόφασή της . Μια Ισμήνη που δεν πέθανε αλλά ούτε έζησε, με καταφύγιο πια τη μνήμη και κείνη τη γαλήνια βεβαιότητα: «κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει»

Τέλος, ο ίδιος ο Ρίτσος, «ακάλεστος Ξένος» στα κάθε λογής σεπτά πένθη μας, να λέει και να ξαναλέει, με άλλες λέξεις κάθε φορά, τον ίδιο παρηγορητικό λόγο:

«Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,
είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε…

Είναι πάντα μια γέννηση, – έλεγε ο Ξένος, –
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται……

Όλα δικά μας – Όλα του κόσμου τούτου –
και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας
χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε»

Γιάννης Ρίτσος, Όταν έρχεται ο ξένος (1958), Τέταρτη Διάσταση

Ο ποιητής, χρόνια μετά το αναπότρεπτο φευγιό του, πεζοπορεί ανάμεσά μας, χαμογελώντας με κατάφαση στον κόσμο ετούτο και σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

«Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,
το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.»

Γιάννης Ρίτσος, «Ο ποιητής», Καρλόβασι, 17 Ιουλίου 1987

Διαβάστε επίσης

Close