Πόση πίκρα χρειάζεται για μια γλυκιά ανάμνηση;

Στράγγισες κάθε σταγόνα υπομονής κ έφραξες το στόμα σου να μη μιλήσει.

Πόση πίκρα χρειάζεται για μια γλυκιά ανάμνηση;

Τώρα όλα θα γίνουν μια γλυκιά ανάμνηση.
Πόση πίκρα χρειάζεται να βάλουμε για να δέσει αυτό το γλυκό; Η γλυκιά ανάμνηση;

Περπάτησες πολλές φορές μέσα και έξω σου.
Έτρεξες πολλές φορές μεθυσμένος από λύπη ψάχνοντας απαντήσεις. Ρώτησες άλλες τόσες κ πήρες αερολογίες του δρόμου σαν απάντηση.
Έφυγε από μέσα σου θάλασσα απόγνωσης τόσο , που απόρησες πώς δεν έπαθες αφυδάτωση.

Έβαλες την αξιοπρέπεια σου στον πάγκο της κουζίνας και την ψιλόκοψες με την μαεστρία ενός σεφ για να χωρέσεις σε κονσερβοκούτια με ημερομηνία λήξης.
Βάφτισες τα όνειρά σου, χίμαιρες και λάθη.

Μεταμόρφωσες τις ώρες της αγάπης σε αιώνες, για να χορτάσεις την πείνα σου.
Στην άκρη των δαχτύλων σου χώρεσες την άδολη σου αγάπη για να χαρίσεις ένα άγγιγμα ονείρου.
Άφησες κορμί, μυαλό σε πλήρη μέθη και την επαφή την είπες ένωση ψυχής.
Ένα μικρό δωμάτιο ήταν το βασίλειό σου . Χωρούσε την χαρά του κόσμου όλου.

Στράγγισες κάθε σταγόνα υπομονής κ έφραξες το στόμα σου να μη μιλήσει.
Έγινες ο κυνηγός της νύχτας, ο λάτρης των αστεριών, το θρόισμα στα φύλλα, μπας και τα μάτια σου δουν κάποια αλήθεια.
Είδες την αλήθεια και την ξέχασες. Την περιμάζεψες σε ένα βρώμικο πανί και την έθαψες μέσα σου ουρλιάζοντας από πόνο βουβό.

Έφτιαχνες με ηλιαχτίδες χρυσά σκουλαρίκια και με βλέμματα στιγμής , όρκους ζωής.
Λάτρεψες απ την κορφή ως τα νύχια και απ τα νύχια ως την ψυχή.
Ξεπέρασες το είναι σου , τα όρια σου, τις προτεραιότητες σου.

Έκανες τα φευγαλέα ηλιοβασιλέματα όνειρα άπιαστα.
Συγχώρεσες και δικαιολόγησες , τάχα πως ήσουν ανώτερος, ενώ απλά έτρεμες από φόβο πως θα χάσεις τα κεκτημένα σου.
Δίψασες και ξεδίψασες από χείλη υγρά ρουφώντας νέκταρ πόθου.

Έπεσες στα πατώματα για να συνέλθεις απ τις κλωτσιές του εγωισμού σου , που φίμωσες.
Κοιμήθηκες χίλιες νυχτιές αγκαλιά με τις εικόνες εκλιπαρώντας για λίγη δύναμη. Ξύπνησες άλλες τόσες βλαστημώντας που ξύπνησες.
Πήρες το φτυάρι και έσκαψες τον λάκκο μόνος σου , μα ο λάκκος ήταν μέσα.

Ξέρασες την αηδία για τον εαυτό σου με ρουκέτα εμέτου.
Γδάρθηκες, έγδαρες, έσκισες ρούχα και ένιωσες θεός.
Γονάτισες ευλαβικά και όρισες θεό σου την μορφή της.
Έμεινες λίγος και λειψός μέσα και έξω.

Διάβασες χιλιάδες άρθρα και βιβλία τόσο που ένα μάστερ ψυχολογίας θα το έπαιρνες.
Τάραξες τον ύπνο σου με εφιάλτες πως την χάνεις.
Έκρυψες τα δάκρυα της απογοήτευσης όταν το ενδιαφέρον που ζητούσες δεν ήρθε ποτέ.

Βασάνισες το μυαλό σου γιατί σε άλλους τα απλά είναι απλά και για εσάς αδιανόητα.
Έπεσες στο κρεβάτι με πυρετό όταν η θλίψη σου έτρωγε τα σπλάχνα.
Λύγισες και σηκώθηκες άλλες τόσες φορές. Κούρνιασες σαν έμβρυο για να ζεσταθείς.

Έγινες ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη όταν σε έλουζαν σταγόνες αγάπης.
Θυμήθηκες πώς είναι νά σαι ξανά παιδί και να αγαπάς με όλο σου το είναι.
Κατάργησες τα όρια ανάμεσα σε δυο ψυχές και κρύφτηκες βαθιά στα σωθικά της.

Είχες τη δύναμη να την κάνεις να συρθεί σαν σκουλήκι…. αλλά προτίμησες να συρθείς εσύ.
Έχασες. Έφυγες. Ίσως ποτέ δεν έχει όνομα. Και αν έχει ίσως να μην είναι ένα. Ήττα. Χωρίς συγνώμη, και τα τυπικά. Δική σου ολοδική σου. Κάποια στιγμή δεν άντεξες.
Ίσως το σ’ αγαπώ νά’ ναι και φεύγω κάποιες φορές.

Έφυγες ματωμένος με το κεφάλι όρθιο. Τόσο μπόρεσες.
Πώς να χωρέσει η θάλασσα σε ένα φλιτζάνι του καφέ; Πολέμησες τον εαυτό σου , σαν λιοντάρι.
Έχασες. Δεν πειράζει.

Ίσως κανείς δεν σού έμαθε τα όρια ανάμεσα στο παίρνω και στο δίνω. Τα έμαθες μόνος σου. Καλύτερα έτσι. Καλύτερα θαρραλέος παρά θρασύδειλος.

Έμαθες…Έμαθες ,ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα. Η αλήθεια δεν σου επιτρέπει να κουρελιάζεις την αξιοπρέπεια σου , στο όνομα καμιάς αγάπης.
Η δική σου η αλήθεια.

Μάλλον δεν σου χρειάζονται άλλες τόσο γλυκές αναμνήσεις.
Πες πως έχεις διαβήτη και κόψε τα γλυκά. Άλλωστε τέτοια πικρά γλυκά, σαν το νεραντζάκι που το ξεπικρίζουμε, μα αυτό εκεί πράσινο και πικρό μένει, δεν σου άρεσαν ποτέ!
Καλά θυμάμαι;

Κείμενο: Χαρά Μαζίδη

Διαβάστε επίσης

Close