Αργύρης Χιόνης: μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;

Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;

Αργύρης Χιόνης: μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;

Αυτή είχε μόλις κλείσει τα είκοσι τρία· αυτός πλησίαζε τα εξήντα. Αυτή είχε μόλις εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, αλλά ανυπομονούσε ήδη για αναγνώριση, για καταξίωση. Αυτός, αφού είχε φτύσει αίμα και περάσει διά πυρός και σιδήρου, εθεωρείτο πλέον καταξιωμένος ποιητής και κριτικός.

Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου και ήσαν ξαπλωμένοι, ολόγυμνοι, επάνω στο κρεβάτι του. Πριν από λίγο είχανε κάνει έρωτα· αυτή με βαθιούς στεναγμούς και πνιχτές κραυγές «ηδονής»· αυτός με ιδρώτα και άγχος για τη λειψή στύση του.

Αυτή είχε αποκοιμηθεί· αυτός, ξύπνιος και γερμένος στο πλάι, προς το μέρος της, άκουγε την ήσυχη, αμέριμνη ανάσα της και περιεργαζόταν το κορμί της. Ο ύπνος την είχε κερδίσει σε ύπτια στάση, αλλά τα στήθη της δεν κρέμονταν δεξιά κι αριστερά· σφιχτά σαν λεμόνια, σημάδευαν με ρώγες όρθιες το ταβάνι. Τα μπράτσα ήσαν αλαβάστρινα, στομάχι και κοιλιά καμπύλωναν προς τα μέσα, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν τα παΐδια του υπερκείμενου θώρακα.

Το τρίχωμα του εφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελούδο, οι μηροί, κρουστοί, δεν ξεχείλωναν πάνω στο στρώμα· το ίδιο και οι γάμπες. Τα γόνατα διακριτά και τέλεια σμιλευμένα.Όσο για τα πόδια — αχ, τα πόδια! —, δύο κομψοτεχνήματα, με λεπτουργημένους αστραγάλους, τέλεια πέλματος καμπύλη και ακροδάχτυλα σαν ρόδινες, στριφτές καραμελίτσες που σου ’ρχόταν να τις γλείφεις μέχρι να λιώσουν μες στο στόμα σου.

Απ’ τα δροσάτα πόδια της, στα μαραμένα τα δικά του πέρασε το βλέμμα του και, από κει, στις αχαμνές του γάμπες ανηφόρισε, στ’ αρθριτικά του γόνατα και στους σακουλιασμένους του μηρούς. Στο σμίξιμό τους αντίκρισε, με δέος, τα τζούφια αρχίδια του, στεφανωμένα από γκρίζες γουρουνότριχες, και, λίγο πιο ψηλά, τη χαλαρή κοιλιά που, όπως ήτανε γερτός στο πλάι, πάνω στο στρώμα είχε κυλήσει. Μίσος και αηδία τον κατέλαβαν για το παρηκμασμένο του κορμί.

Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε και, αφού ο ύπνος δεν έστεργε, ως παρηγορητής, τα μάτια να του κλείσει, το χέρι άπλωσε κι απ’ τη βιβλιοθήκη, πλάι στο κρεβάτι, ένα βιβλίο ανέσυρε, στην τύχη, και στην τύχη (τι φρικτή, Θεέ μου, τύχη!) στην εβδομηκοστή ενάτη το άνοιξε σελίδα κι άρχισε να διαβάζει:

Πάει κιόλας χρόνος από τότε που ο Φαρίντ πήρε τη Νάαμα γυναίκα, και κάθε πρωινό το αντρόγυνο κάτω από τις αλέες τριγυρνά, που οι φυλλωσιές τους το ξανάνιωμα του έρωτα θροΐζουν.

Όμως εκείνοι προχωρούν, ο ένας πλάι στον άλλο, αργά αργά, λες και ξεπροβοδίζουνε νεκρό στο μνήμα, λες και τη μουσική δεν αγρικούν των δέντρων, δίχως να λεν μια λέξη, δίχως ούτ’ ένα βλέμμα ν’ ανταλλάζουν.

Μέρα τη μέρα, της Νάαμας τα μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τα μάγουλά της.

Κι εγώ φαντάζομαι με πόση ηδονή θα αφουγκράζεται, μες στη σιωπή της νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στον Φαρίντ, ολόγυμνη, το αργό, μα σταθερό έργο του θανάτου στου γέροντα το σώμα, το τρίξιμο το σιγανό που κανουν oι κλειδώσεις του, καθώς, μία προς μία, τις θρυμματίζει ο χρόνος, το αδιάκοπο της ύπαρξής του ξεχαρβάλωμα.

Όμως, το γλυκοχάραμα, όταν την παίρνει ο ύπνος, εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει.

Του ήρθε σκοτοδίνη, του ήρθε να σκοτώσει άνθρωπο. Σκότωσε μόνο ένα κουνούπι που ’χε την ατυχία πάνω στην επίμαχη σελίδα να προσγειωθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή που έκλεινε με πάταγο και καταγής πετούσε το βιβλίο.

Το λαχταριστό στο πλάι του κορμί λαχτάρησε, σήκωσε το κεφάλι απ’ το μαξιλάρι και, τρομαγμένο, ρώτησε:
«Τι έγινε, αγάπη μου, τι έπαθες;».

Τότε, αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, τα υπέροχα μεταξωτά μαλλιά της, και δυο απανωτά της έριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας:
«Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;!»

Ύστερα, πριν προλάβει αυτή ν’ αρθρώσει λέξη, φόρεσε ένα πανταλόνι, ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι εσπαντρίλιες και πήρε τους δρόμους, να την αφήσει μόνη, να μην τη δει να φεύγει, να τον αφήσει, επιτέλους, μόνο.

Επέστρεψε μετά από μια ώρα. Το σπίτι ήταν άδειο· ο Παίκτης Δίσκων Συμπαγών έπαιζε ακόμη το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου. Πάντα στην επανάληψη το έβαζε εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανε έρωτα. Ενίσχυε την ελλιπή του στύση, την έκανε πιο συμπαγή. Έτσι νόμιζε.

Τώρα, ωστόσο, πλησίασε τη συσκευή και, μουρμουρίζοντας, με κάποια θλίψη, είν’ αλήθεια, αλλά με πιο πολλή ανακούφιση, «Ποτέ — ποτέ πια», την έκλεισε.

Αργύρης Χιόνης, Το απομεσήμερο ενός φαύνου, Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες, εκδόσεις Κίχλη

Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε…

Στο «Απομεσήμερο ενός φαύνου» ο φόβος του επερχόμενου γήρατος και η οδυνηρή παραδοχή της απώλειας της λίμπιντο εκ μέρους του αφηγητή επιτείνεται από τη σύγκριση «του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος» της νεαρής ερωμένης του.

Πίσω από τον απλό μύθο προβάλλει ένα πυκνά υφασμένο δίχτυ αναφορών, οι οποίες αναδεικνύουν την αρχετυπικότητα του θέματος.

Εκτός από τις ρητές αναφορές στον Μαλλαρμέ, τον Ντεμπυσσύ και το μεσαιωνικό, θαυμάσια «μετατονισμένο», ποίημα «Συζυγική ζωή» [από τη συλλογή Το περιβόλι της αγάπης αγνώστου Άραβα ποιητή που έζησε στη Γρανάδα (Ισπανία) τον 10ο ή 11ο αιώνα], υπάρχουν και κάποιες λιγότερο εμφανείς.

Για παράδειγμα, η στάση του αφηγητή που «ξύπνιος και γερμένος στο πλάι» περιεργάζεται το κορμί της νεαρής κοπέλας ανακαλεί τον εικονογραφικό τύπο του Σατύρου που, γερμένος στο πλάι, κοιτάζει με λαγνεία την κοιμωμένη Αφροδίτη ή νύμφη. Παρόμοια στάση παίρνει και ο γέρος σύζυγος στο ιδιαιτέρως ποιητικό απόσπασμα από τη « Συζυγική ζωή»: όταν τη νεαρή γυναίκα του την παίρνει ο ύπνος, «εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει» (σ. 88).

Η παρουσία της γνωστής επωδού «Ποτέ — ποτέ πια» από το «Κοράκι» του Ε. Α. Πόε λειτουργεί αντιστικτικά προς το θέμα της γεροντικής λαγνείας. Προανακρούεται στο μότο του διηγήματος και ξανακούγεται στην τελευταία φράση, όπου ο αφηγητής αποφασίζει να βάλει τέλος οριστικά στην εποχή των ερώτων.

Η δυσεξήγητη εκ πρώτης όψεως συσχέτιση του Μαλλαρμέ και του Ντεμπυσσύ με τον Πόε [ήσαν λάτρεις και οι δύο του Edgar Allan Poe] στηρίζεται πιθανώς στη σχέση του με την κατά πολύ νεότερή του Λεωνόρα.Έτσι, προστίθεται άλλη μια αναφορά στο διακειμενικό παιχνίδι που χαρακτηρίζει το κείμενο.

Αργύρης Χιόνης, Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες, εκδόσεις Κίχλη, Επίμετρο, Γιώτα Κριτσέλη

Διαβάστε επίσης

Close