Συνεξάρτηση: μια γάγγραινα της ψυχής

Οι τρεις «χρυσοί» κανόνες που διέπουν τη ζωή ενός ενήλικου παιδιού…

Συνεξάρτηση: μια γάγγραινα της ψυχής

Η συνεξάρτηση αποτελεί φαινόμενο οι αιτιολογικές ρίζες του οποίου ανιχνεύονται ήδη στη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας και μπορεί να μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά. Αρχικά, ο όρος «συνεξάρτηση» χρησιμοποιούνταν κυρίως για μέλη του άμεσου περιβάλλοντος ή της οικογένειας ατόμων στις οποίες υπήρχε προβληματική εθισμού στο αλκοόλ ή στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Αυτά δεν θεωρούνται πλέον ως οι μόνες προϋποθέσεις.

Τα τελευταία χρόνια, ο όρος της συνεξάρτησης έχει διευρυνθεί, συμπεριλαμβάνοντας κάθε μορφή συνεξάρτησης που συναντάται σε μια δυσλειτουργική οικογένεια ή σχέση, όπως, για παράδειγμα, σε οικογένειες με γονέα ψυχικά ασθενή/ασταθή, με ναρκισσιστική προβληματική ή με κάποιου άλλου είδους εξάρτηση, όπως επίσης και σε μία οικογένεια μέλος της οποίας έχει κάποιας μορφής εξάρτηση που σχετίζεται με τη λήψη τροφής (ψυχογενή ανορεξία/βουλιμία ή ορθορεξία), με την εργασία (εργασιομανία), με τον άκρατο καταναλωτισμό (shopping), με την κατάχρηση φαρμακευτικών ουσιών, με τον εθισμό στο σεξ, στην πορνογραφία, στα videogames, στο διαδίκτυο, στον τζόγο, στην TV, στη θρησκεία, και στη σωματική άσκηση.

Ένα συνεξαρτημένο άτομο, στην περίπτωση που, για κάποιον λόγο, λήξει η σχέση συνεξάρτησής του, δημιουργεί, σχεδόν πάντα, και πάλι μια ανάλογη σχέση πλήρους εξάρτησης, φροντίδας και αποκλειστικότητας με κάποιο άλλο προβληματικό άτομο. Με άλλα λόγια, ένα τέτοιο άτομο συγχέει πάντα την αγάπη με τη φροντίδα, ανακυκλώνοντας το εσωτερικό του δράμα.

Τι σημαίνει συνεξάρτηση;

Η συνεξάρτηση είναι μια ανάγκη για εγγύτητα που έχει χάσει το δρόμο της. Η εγγύτητα με άλλους προϋποθέτει να μπορούμε να θέτουμε τα απαραίτητα όρια και να σεβόμαστε -εκτός από τον άλλον, ως ξεχωριστό άτομο- τον εαυτό και τις προσωπικές μας ανάγκες. Η χρησιμοποίηση άλλων για κάλυψη προσωπικών αναγκών είναι σύνηθες φαινόμενο, και δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Ακόμα και η αγάπη έχει, φυσικά, τις δικές της προσδοκίες, αλλά είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να διαχωρίζουμε το τι σημαίνει να αγαπούμε κάποιον από το να τον χρειαζόμαστε.

Συνεξάρτηση σημαίνει, λοιπόν, το να είμαστε εξαρτημένοι από ένα άλλο άτομο σε βαθμό εθισμού αλλά και το άτομο αυτό να είναι με τη σειρά του εξαρτημένο από εμάς. Η εξάρτηση του συνεξαρτημένου ατόμου από τον άλλον είναι τόσο ισχυρή που βιώνεται ως ταυτόσημη με την επιβίωση και, για το λόγο αυτό, η συνύπαρξη θα πρέπει να επιτευχθεί με κάθε μέσο και τρόπο.

Ένα συνεξαρτημένο άτομο νιώθει ως ο απόλυτος υπεύθυνος για το ευ ζην άλλων ατόμων, έχοντας ταυτόχρονα μεγάλη δυσκολία να λάβει υπόψη τον εαυτό και τις προσωπικές του ανάγκες. Η βοήθεια και η φροντίδα προς τους άλλους έχουν απόλυτη προτεραιότητα και, ως εκ τούτου, δημιουργείται σταδιακά η αίσθηση πως το ίδιο έχει κάποια αξία και νιώθει καλά μόνον όταν φροντίζει και στηρίζει άλλους και με την προϋπόθεση οι τελευταίοι να νιώθουν καλά.

Η ανάληψη της ευθύνης για το ευ ζην του άλλου δημιουργεί στον συνεξαρτώμενο μια αίσθηση άμεσης συμμετοχής και ευθύνης για όλα όσα συμβαίνουν και, ως εκ τούτου, μεγάλο ψυχικό πόνο και φθορά, από τη στιγμή που τα προβλήματα συνεχώς ανακυκλώνονται χωρίς όμως να επιλύονται.

Θα πρέπει να αναφερθεί πως, εάν αυτός ο τρόπος λειτουργίας δεν αντιμετωπισθεί κατάλληλα, προκαλεί τόσα προβλήματα και τόσο μεγάλη ψυχική επιβάρυνση που, για να «ανακουφιστεί», το άτομο μπορεί να εμφανίσει και το ίδιο κάποιο είδος εξάρτησης, πέραν των σχέσεων εξάρτησης, που έχουν σχέση με την τροφή, τη διασκέδαση, το αλκοόλ, διάφορες ναρκωτικές ουσίες, το σεξ, τον τζόγο, την ανάγκη για διαφόρων ειδών επιτυχίες/επιδόσεις κ.ά.

Η συνεξάρτηση, εκτός των τεράστιων προβλημάτων που δημιουργεί στις διαπροσωπικές σχέσεις, οδηγεί και σε μια προβληματική σχέση με το σεξ και τη σεξουαλικότητα, γενικώς. Το σεξ μπορεί να χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, ως μέσο μετατροπής κάποιου επώδυνου συναισθήματος, για έλεγχο, για αυτοτιμωρία ή τιμωρία κάποιου άλλου.

Οι αιτίες που οδηγούν στη συνεξάρτηση

Η συνεξάρτηση, ως τρόπος συμπεριφοράς, αρχίζει να διαμορφώνεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αποσκοπώντας στην ευκολότερη προσαρμογή, στην επιβεβαίωση, στην αποφυγή συγκρούσεων ή στην είσπραξη αγάπης. Η στάση αυτή μπορεί να αποτελεί αναγκαιότητα και στρατηγική επιβίωσης κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αλλά, από τη στιγμή που συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή, προκαλεί σοβαρότατες δυσκολίες στη δημιουργία αυθεντικών διαπροσωπικών σχέσεων που να βασίζονται στην εγγύτητα, στην ειλικρίνεια, στην ελεύθερη βούληση, στον αλληλοσεβασμό και σε αυθεντικά αισθήματα αγάπης, και όχι σε ψευδαισθήσεις, προβολές, καταναγκασμούς και άκαμπτη συνεξάρτηση.

Από τη στιγμή που κάποιος, ως παιδί, αναγκάζεται να μεγαλώσει μέσα σε ένα άκαμπτο και δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, είναι υποχρεωμένος, χωρίς να έχει ακόμα τις απαραίτητες προϋποθέσεις και την ανάλογη επάρκεια, να αναλάβει την ευθύνη της ζωής τόσο του εαυτού του όσο και του δυσλειτουργικού και ανεπαρκούς γονιού του. Η ανάληψη της ευθύνης για την ανεπάρκεια του γονιού δημιουργεί όχι μόνον αισθήματα ενοχής αλλά και ντροπής. Ένα παιδί, που αναγκάζεται να μεγαλώσει κάτω από τέτοιες συνθήκες, εμφανίζει έντονα αισθήματα -συνειδητά ή υποσυνείδητα- προσωπικής απαξίας και ανεπάρκειας, από τη στιγμή που δεν αντιμετωπίσθηκε με τη δέουσα αποδοχή, φροντίδα, αγάπη, αλλά και τον δέοντα σεβασμό που τόσο ανάγκη κάθε παιδί έχει.

Δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε πως το να ζει κάποιος μέσα από έναν άλλο άνθρωπο, προσαρμοζόμενος πλήρως στις καταστροφικές συμπεριφορές και επιλογές του, είναι αυτοθυσία και συνεξάρτηση και όχι έκφραση αγάπης που εκπορεύεται από ελεύθερη βούληση.

Ποια είναι τα άτομα που δημιουργούν σχέσεις συνεξάρτησης

Τα άτομα που δημιουργούν σχέσεις συνεξάρτησης συνηθέστατα είναι:

Παιδιά γονέων οι οποίοι έδιναν μεγάλη βαρύτητα στην εφαρμογή συγκεκριμένων άκαμπτων κανόνων παρά στο κτίσιμο μιας στενής, τρυφερής και ζεστής συναισθηματικής σχέσης που να δημιουργεί ένα αίσθημα αποδοχής, ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Συγγενικά πρόσωπα ατόμων με διαφόρων μορφών ιδιαίτερα προβληματικής συμπεριφοράς που να αφορούν στη λήψη τροφής, στην εργασία, στην καθαριότητα, στα τυχερά παιχνίδια, στον καταναλωτισμό, στη δίαιτα, στο κάπνισμα, στη σωματική άσκηση, στη νοσηρή θρησκευτική προσκόλληση, στη σιωπή ως μέσο τιμωρίας και στον ασφυκτικό έλεγχο.
Συγγενικό πρόσωπο ατόμου με σοβαρό χρόνιο νόσημα

Συγγενικό πρόσωπο με σοβαρό ψυχικό νόσημα
Συγγενικό πρόσωπο ατόμου με εγκληματική συμπεριφορά
Συγγενικό πρόσωπο που το ίδιο έχει εκτεθεί σε διάφορες μορφές βίας (φυσικής, σεξουαλικής, ψυχικής) ή σε απειλές για άσκηση βίας.

Συνοπτικά, θα πρέπει να αναφερθεί πως το συγγενικό πρόσωπο -είτε πρόκειται για ερωτική/ό σύντροφο, παιδί, γονιό, αδελφή/ό, άλλο συγγενικό πρόσωπο, φίλο/η ή συνάδελφο- απορροφάται και γίνεται μέρος της καταστροφικής συμπεριφοράς του δυσλειτουργικού ατόμου, προσαρμοζόμενο σε αυτήν και, με τον τρόπο αυτόν, μετατρέπεται σε συνεξαρτώμενο δορυφόρο του. Θα πρέπει να γνωρίζουμε πως πίσω από κάθε συνεξάρτηση ελλοχεύει πάντα ένας τεράστιος φόβος.

Το ενήλικο παιδί

Κάθε παιδί έχει ανάγκη να μπορεί να καθρεφτίζεται στους γονείς του ώστε να εξελίξει σταδιακά το δικό του Εγώ και μια σταθερή αίσθηση του ποιος είναι ως άτομο. Αυτό το καθρέφτισμα συμπεριλαμβάνει να μπορεί το παιδί να εκφράζει κάθε του συναίσθημα άφοβα και να νιώθει πως το προσέχουν, το αποδέχονται, το ακούν και το καταλαβαίνουν.

Ένα άτομο -που από πολύ μικρό παιδί αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον ίδιο του τον εαυτό, εξαιτίας αυτής της έλλειψης ασφάλειας, αποδοχής, επιβεβαίωσης και αγάπης- είναι πολύ πιθανό να εξελίξει μια ανασφαλή ενήλικη ταυτότητα, άσχετα από το τι μπορεί να δείχνει προς τα έξω. Όσα ένας γονιός δεν αποδέχεται, και άρα δεν βλέπει, στον εαυτό του δεν μπορεί να τα αποδεχθεί και να τα αναγνωρίσει και στο παιδί του, με συνέπεια να δημιουργούνται έντονες συγκρούσεις που μόνο σύγχιση και αίσθημα απόρριψης δημιουργούν στο παιδί που, με τον τρόπο αυτόν, μαθαίνει να αρχίσει να αρνείται και το ίδιο όλα τα συναισθήματα και οτιδήποτε άλλο δεν αντέχει ο γονιός του.

Ένα παιδί, λοιπόν, που μεγαλώνει σε μια δυσλειτουργική οικογένεια, είναι αναγκασμένο να μαντεύει τι είναι ή δεν είναι φυσιολογικό, να ωριμάζει πριν την ώρα του, αποκτώντας, παράλληλα, φόβο για κάθε είδους στενή συναισθηματική σχέση και μεγάλες δυσκολίες στη διαχείρισή τους, όταν κάποια στιγμή προκύψουν στη ζωή του.

Στην προσπάθειά του το παιδί να επιβιώσει, μπορεί να υιοθετήσει διάφορους ρόλου όπως:

Του «ήρωα», δηλαδή αυτού που είναι δυνατός, που καταφέρνει τα πάντα και που σώζει τον κόσμο
Του «κλόουν», δηλαδή αυτού που κάνει τα πάντα για να «ηρεμήσουν τα πνεύματα», για να «δημιουργήσει καλή διάθεση όπου κι αν βρίσκεται και για να αποφευχθούν οι συγκρούσεις
Του «αόρατου», δηλαδή αυτού που θέλει να καταλαμβάνει όσο το δυνατόν μικρότερο χώρο, να μην ενοχλεί, να μη φαίνεται, αν είναι δυνατόν.
Του «αντάρτη», δηλαδή αυτού που δεν δέχεται όρια και υποδείξεις και είναι επιθετικός και προκλητικός
Ένα τέτοιο παιδί δημιουργεί αργότερα, στην ενήλικη ζωή του, δυσλειτουργικές σχέσεις, από τη στιγμή που έχει συνδέσει την αγάπη με το ανέφικτο και τη δυσλειτουργία.

Οι τρεις «χρυσοί» κανόνες που διέπουν τη ζωή ενός ενήλικου παιδιού είναι οι εξής:

Δεν θα μιλάς
Δεν θα νιώθεις
Δεν θα εμπιστεύεσαι κανέναν

Κάποιος, που δεν υπήρξε ποτέ του παιδί, παραμένει για πάντα παιδί. Αυτό ισχύει, κατά κύριο λόγο, για παιδιά ιδιαίτερα δυσλειτουργικών γονέων με προβλήματα εξάρτησης, ναρκισσιστική διαταραχή, ψυχικά προβλήματα κ.ά. Η στρατηγική επιβίωσης, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, δηλαδή η σιωπή/αποσιώπηση, η απομόνωση, η σχεδόν ανύπαρκτη επαφή με προσωπικά συναισθήματα και η ανάγκη/ψυχαναγκασμός να είναι πάντα το καλό παιδί, ακολουθεί τα άτομα αυτά και στην ενήλικη τους ζωή. Όσα δεν εισέπραξαν ως παιδιά είναι αυτά που τους λείπουν ως ενήλικες. Προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων, εγγύτητας, αβίαστης επικοινωνίας και συναισθηματική ευαλωτότητα έχουν ως αφετηρία την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους άλλους και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Ένα ενήλικο παιδί είναι ένας πραγματικός survivor. Η ανάγκη του για έλεγχο είναι απύθμενη και ένας τρόπος άσκησής της είναι η δημιουργία υπερευαίσθητων κεραιών που βοηθά στον έγκαιρο εντοπισμό και στην αποκωδικοποίηση των προσδοκιών του περίγυρου, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σε αυτές για να νιώσει το αίσθημα ασφάλειας που ποτέ δεν του παρείχαν οι γονείς του, όντας οι ίδιοι απορροφημένοι από τα προβλήματά τους.

Συνήθη χαρακτηριστικά και τρόποι λειτουργίας ενός συνεξαρτημένου ατόμου

Συνήθη χαρακτηριστικά ενός συνεξαρτημένου ατόμου είναι:

1. Ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση και προσαρμογή στους άλλους

Τα συνεξαρτημένα άτομα ζουν στην ουσία για τους άλλους, παραμελώντας εντελώς τον εαυτό και τις προσωπικές τους ανάγκες. Υιοθετούν και εφαρμόζουν τις απόψεις και τις αποφάσεις των άλλων, υποτιμώντας τον εαυτό τους και θεωρώντας πάντα τους άλλους ως σημαντικότερους.

Φροντίζουν ή συμβιώνουν με άτομο που έχει κάποιου είδους εξάρτηση (αλκοόλ, ναρκωτικά κ.ά.), ψυχικά προβλήματα, που τους φέρεται απαξιωτικά, βίαια κ.ά., κάτι που πλήττει, τελικά, ακόμα περισσότερο την ήδη λαβωμένη αυτοεκτίμησή τους. Δεν δέχονται κομπλιμέντα, εκθέτουν τον εαυτό τους σε μεγάλους κινδύνους, ζητούν εύκολα συγνώμη, προσπαθούν να αποδείξουν στους άλλους πως αξίζουν για να το πιστέψουν, έστω και παροδικά, και οι ίδιοι. Συχνά, νιώθουν πως είναι άτομα ανάξια και άλλες πάλι πως είναι καλύτερα από τους άλλους.

2. Ανάγκη ελέγχου

Τα συνεξαρτημένα άτομα επιθυμούν και επιδιώκουν πάντα να παίρνουν οι άλλοι αποφάσεις που αφορούν στον δικό τους εαυτό και στη δική τους ζωή. Επειδή δεν πιστεύουν πως μπορούν να ζήσουν χωρίς το προβληματικό άτομο από το οποίο εξαρτώνται, γίνονται ελεγκτικά και χειριστικά σε υπερθετικό βαθμό για να έχουν την αίσθηση πως ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα, κάτι που δημιουργεί εντός τους μια αίσθηση ανακούφισης και ασφάλειας που, όμως, είναι πολύ εύθραυστη.

Για τον έλεγχο των άλλων, χρησιμοποιούνται η ανημπόρια, τα αισθήματα ενοχής, οι διαφόρων μορφών πιέσεις και απειλές, η χειριστική και η κυριαρχική συμπεριφορά καθώς και οι συμβουλές. Στην ουσία, ελέγχουν τη ζωή παρά τη ζουν. Φοβούνται και αποφεύγουν τις απρόσμενες καταστάσεις και δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς το άτομο από το οποίο εξαρτώνται.

3. Αυτοαμφισβήτηση

Τα συνεξαρτημένα άτομα νιώθουν πως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής ή να ζήσουν μόνα τους. Αμφισβητούν πλήρως τη δυνατότητά τους πως μπορούν ζήσουν χωρίς να είναι συναισθηματικά εξαρτημένα από κάποιον άλλον, κάτι που τους δίνει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και προστασίας.

4. Άρνηση

Ένα συνεξαρτημένο άτομο αρνείται την ύπαρξη προβλημάτων στην οικογένεια και στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, έχοντας συχνά κενά μνήμης από αυτήν. Λέει ψέματα στους άλλους, αλλά και στον εαυτό του, για να καλύψει/προστατέψει κάποιον άλλον, εξακολουθώντας να διατηρεί σχέση μαζί του, παρόλο που η σχέση αυτή τον πληγώνει συνεχώς.

Κτίζει γύρω του ένα «τείχος ντροπής», μειώνει την ένταση των συναισθημάτων του, ή τα αρνείται, ενώ και παγώνει την πραγματικότητά του. Μπορεί, για παράδειγμα, να προέρχεται από μια πολυπροβληματική οικογένεια και να ισχυρίζεται πως ζούσε σε μια πολύ αρμονική και ευτυχισμένη οικογένεια. Αισθάνεται πως είναι θύμα και έχει κάποιας μορφής ανεξήγητο χρόνιο πόνο.

5. Απομόνωση

Το συνεξαρτημένο άτομο αρχίζει, μετά από κάποιο διάστημα, να αποφεύγει πρόσωπα και καταστάσεις και να απομονώνεται ολοένα και περισσότερο. Τα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπίζει, σε συνδυασμό με τη χαμηλή αυτοεκτίμησή του, δεν αποτελούν το καλύτερο κίνητρο για τη δημιουργία σχέσης και επαφής με άλλους. Τελικά, μπορεί να απομονωθεί από κάθε φιλική σχέση και να μένει μόνο του στο σπίτι.

6. Καταναγκαστικές σκέψεις

Το συνεξαρτημένο άτομο έχει, σχεδόν μόνιμα, αισθήματα άγχους, ανησυχίας και ενοχών, καθώς και ιδέες επικείμενης καταστροφής. Προβληματίζεται συστηματικά για διάφορα προβλήματα ή για άλλους ανθρώπους. Μοιάζει να θέλει να ανακαλύπτει προβλήματα, δυσκολεύεται να κάνει ένα πράγμα τη φορά και δεν ζει στο παρόν.

7. Προβλήματα επικοινωνίας

Το συνεξαρτημένο άτομο δεν επικοινωνεί άμεσα, λέει πράγματα που πιστεύει πως οι άλλοι θέλουν να ακούσουν, συχνά ψεύδεται και δεν είναι ειλικρινές, φοβάται τις συγκρούσεις, υιοθετεί μια αμυντική στάση στην οποιαδήποτε υποψία κριτικής και δυσκολεύεται να δει τη δική του συμβολή στις δυσκολίες της ζωής του.

8. Αδυναμία οριοθέτησης

Το συνεξαρτημένο άτομο δεν γνωρίζει τα όριά του, ενώ δυσκολεύεται να θέσει όρια και στους άλλους. Αναλαμβάνει πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες ευθύνες από αυτές που του επιτρέπουν οι αντοχές του. Δεν έχει υπομονή και αγνοεί συχνά τα όρια των άλλων.

9. Έλλειψη εμπιστοσύνης

Το συνεξαρτημένο άτομο δεν πιστεύει πως πράγματα, που συμβαίνουν με έναν φυσιολογικό τρόπο, θα έχουν καλή εξέλιξη. Δεν εμπιστεύεται τους άλλους, έχοντας την αίσθηση πως αυτοί το επιβουλεύονται. Έχει δυσκολίες στη λήψη αποφάσεων, μπορεί να εμπιστεύεται αναξιόπιστα άτομα, ενώ δεν εμπιστεύεται τον εαυτό, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.

10. Προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων

Το συνεξαρτημένο άτομο δίνεται υπερβολικά στους άλλους μέχρι του σημείου υποταγής. Αλλάζει τον εαυτό του, δίνοντας ολοένα και περισσότερα, θεωρώντας πως, με τον τρόπο αυτόν, θα σώσει τις σχέσεις του. Δημιουργεί σχέσεις με δυσλειτουργικά άτομα, με άτομα που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να νιώσουν και να δείξουν αγάπη, ταυτίζοντας/εξομοιώνοντας την αγάπη με τον πόνο. Ζηλεύει έντονα, δυσκολεύεται να δείξει συναισθήματα και να εκφράσει τις ανάγκες του και εναποθέτει την ευθύνη της δικής του διάθεσης στους άλλους.

Δεν μπορεί να χαλαρώσει όταν βρίσκεται με άλλα άτομα, και η εγγύτητα το τρομάζει. Χρησιμοποιεί το σεξ ως μέσο συναίνεσης ή τιμωρίας, κάνει συχνά σεξ για χατίρι των άλλων, δεν εκφράζει τι θέλει στο κρεβάτι και συχνά χάνει κάθε επιθυμία για τη σεξουαλική επαφή.

11. Δυσκολίες στην έκφραση συναισθημάτων

Το συνεξαρτημένο άτομο άγεται και φέρεται ανάμεσα σε παθητικές και επιθετικές αντιδράσεις. Φοβάται και δυσκολεύεται να ορίσει τα συναισθήματά του, τα οποία διαχωρίζει σε «καλά» και «κακά». Παρόλ΄αυτά, θεωρεί τον εαυτό του ως «άτομο συναισθηματικό». Συνήθως, τα επιθετικά συναισθήματα απωθούνται, είναι άτομο ευάλωτο στο στρες και ασχολείται με τα συναισθήματα των άλλων για να αποφύγει να έρθει σε επαφή με τα δικά του.

12. Εξάρτηση

Το συνεξαρτημένο άτομο αναζητά την ευτυχία έξω από τον εαυτό του, θεωρώντας πως, αν αποκτήσει κάτι ή κάποιον ή αν συμβεί αυτό ή εκείνο, τότε όλα θα είναι καλά. Γαντζώνεται σε άτομα που, για κάποιον λόγο, θεωρεί πως θα του δώσουν ευτυχία, και τρέμει και μόνο στη σκέψη πως μπορεί να τα χάσει. Προτιμά να είναι με κάποιον που το κακομεταχειρίζεται παρά να είναι μόνο του.

Η στάση ενός συνεξαρτημένου ατόμου απέναντι στο άτομο από το οποίο εξαρτάται

Η συνεξάρτηση στις ερωτικές σχέσεις αποτελούν μια επανάληψη της συνεξάρτησης που ένας άνδρας ή μια γυναίκα έχει βιώσει ως παιδί. Ο φόβος μιας ενδεχόμενης εγκατάλειψης – φυσικής ή συναισθηματικής- είναι τόσο μεγάλος που η ανάγκη ελέγχου, τα αισθήματα ζήλιας και οι αυτοεξεφτελισμοί είναι συχνά παρόντα στη σχέση.

Ειδικότερα, όσον αφορά στον τρόπο που αισθάνεται και λειτουργεί απέναντι στο άτομο από το οποίο εξαρτάται, ισχύουν τα εξής:

Ευτυχία νιώθω μόνον όταν με αγαπάς
Όλες μου οι σκέψεις και προσπάθειες αποσκοπούν στο να εξυπηρετούν κάθε σου ανάγκη ώστε να μη θυμώσεις ή απογοητευθείς μαζί μου
Βάζω στην άκρη κάθε μου ανάγκη και ενδιαφέρον για χάρη σου
Δεν με ενδιαφέρει το πως εγώ νιώθω αλλά το πως νιώθεις εσύ

Ο φόβος μου και ο θυμός σου καθορίζουν τον τρόπο που λειτουργώ
Απομονώνομαι από τους δικούς μου ανθρώπους για να αισθάνεσαι καλά
Αξιολογώ πολύ περισσότερο τις δικές σου πράξεις και απόψεις από τις δικές μου
Γίνομαι όπως με θέλεις, αρκεί να είσαι εσύ καλά

Τα χαρακτηριστικά ενός συνεξαρτημένου ατόμου στους χώρους εργασίας

Τα άτομα με μια τέτοιου είδους προβληματική συναντώνται συχνά σε επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με τη φροντίδα άλλων ατόμων που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα ή που βρίσκονται σε θέση αδυναμίας και ανάγκης, όπως οι χώροι της κοινωνικής πρόνοιας, της ψυχιατρικής ή άλλης συναφούς περίθαλψης, τα νοσοκομεία, οι οίκοι ευγηρίας, τα κέντρα στήριξης εθισμένων ατόμων κ.ά.

Σε περίπτωση που το άτομο αυτό κατέχει διευθυντική θέση, συχνά προσλαμβάνει άτομα με διάφορα προβλήματα, οι δε αποφάσεις του βασίζονται πολλές φορές σε συναισθήματα παρά σε αντικειμενικά κριτήρια/δεδομένα. Ασκεί έλεγχο υιοθετώντας στάσεις που κυμαίνονται που άλλοτε θυμίζουν γονιό, άλλοτε ιερομάρτυρα και άλλοτε άτομο ιδιαίτερα χειριστικό.

Ως εργαζόμενο άτομο, δεν έχει συνήθως όρια, είναι ευάλωτο στην οποιαδήποτε μορφή κριτικής, αποφεύγει τις συγκρούσεις, υπεραποδίδει, αναλαμβάνει μεγαλύτερες ευθύνες και υποχρεώσεις από αυτές που αντέχει ένα μέσο άτομο, και έχει δυσκολίες στη σχέση του με άτομα κύρους και εξουσίας. Το ότι λειτουργεί σχεδόν πάντα στα όρια του κόκκινου έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζει συχνά διαφόρων ειδών λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά σωματικά ή ψυχικά συμπτώματα, ακόμα και επαγγελματική εξουθένωση.

Οι συνέπειες ενός τέτοιου τρόπου λειτουργίας

Η συστηματική έκθεση του εαυτού των συνεξαρτημένων ατόμων σε τέτοιου είδους ακραίες καταστάσεις, χωρίς να διαθέτουν τη δύναμη να μπορούν να αντιστρέψουν με κάποιον τρόπο αυτόν τον καταναγκασμό, τα οδηγεί συχνά σε αυτομομφές, αισθήματα πικρίας, απογοήτευσης και παραίτησης που, με τη σειρά τους, τα οδηγούν στην απομόνωση, στην κατάθλιψη, στο άγχος, σε κρίσεις πανικού και σε άλλου είδους σοβαρά ψυχικά και σωματικά προβλήματα ή σε διαφόρων μορφών εξαρτήσεις, όπως π.χ. αυτές που σχετίζονται με τη λήψη τροφής (ανορεξία, βουλιμία, ορθορεξία), το αλκοόλ, τις ναρκωτικές ουσίες, ο τζόγος κ.ά.

Τα αισθήματα ανημπόριας, αδιεξόδου και ανεπάρκειας δημιουργούν τέτοια ψυχική φόρτιση που προκαλεί, αρκετές φορές, έντονες συναισθηματικές εκρήξεις, ακόμα και απέναντι σε άτομα που δεν τους έχουν φταίξει σε τίποτα. Κάποιες φορές, οι αυτοκτονικοί ιδεασμοί και οι απόπειρες αυτοχειρίας -άλλοτε αποτυχημένες και άλλοτε «επιτυχημένες»- μπορεί να αποτελέσουν τον τραγικό επίλογο αυτού του γεμάτου πόνο και απόγνωση σεναρίου ζωής.

Θεραπευτική αντιμετώπιση της συνεξάρτησης

Όπως προαναφέραμε, όταν ένα παιδί εκτίθεται, στη διάρκεια της χρονικής περιόδου που είναι απόλυτα εξαρτημένο από τους γονείς του, σε προσβολές της προσωπικότητάς του και σε ελλιπή φροντίδα, με ότι αυτό συνεπάγεται, τότε, εξαιτίας της μειονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκεται, πιστεύει συχνά πως το ίδιο ευθύνεται για αυτά όλα όσα βιώνει ή που του συμβαίνουν. Δεν έχει τη δυνατότητα να κρίνει πως η ευθύνη βρίσκεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο γονιό του. Όσο μεγαλύτερες είναι οι ματαιώσεις που βιώνει το παιδί στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας τόσο εντονότερα θα είναι τα αισθήματα ντροπής αλλά και χαμηλότερη η αίσθηση αυτοεκτίμησής του.

Τα αισθήματα ντροπής και η χαμηλή αυτοεκτίμηση αποτελούν μέρος της αμυντικής δομής που αναγκάζεται να δημιουργήσει ο ψυχισμός για να ανταπεξέλθει όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα στην επείγουσα κατάσταση που καλείται να αντιμετωπίσει. Η αίσθηση του παιδιού πως είναι ανάξιο αγάπης ή κάτι άσχημο και βρώμικο προκαλεί τόσο πόνο που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν πάση θυσία. Μία στρατηγική, που συνδέεται άμεσα και με την προβληματική της συνεξάρτησης, είναι η εξέλιξη μιας ψευδούς ελπίδας.

Αυτό σημαίνει πως το παιδί αρχίζει να κάνει πράγματα και να αλλάζει τον εαυτό του με την ελπίδα να γίνει αποδεκτό και να εισπράξει αγάπη. Η ανάγκη να είναι πάντα «καλό» (παιδί, μαθητής, εγγόνι αδελφάκι κ.τ.λ.) και να ξεπερνά πάντα τον εαυτό του αποτελούν κι αυτά μέρος της στρατηγικής επιβίωσης και άμυνας, η δε αναδυόμενη ανάγκη του να προσπαθεί να βοηθά ή να αλλάξει τους άλλους αποτελεί, με τη σειρά της, μία ακόμη πτυχή της ψευδούς ελπίδας που έχει αναπτύξει.

Όταν -αργότερα, στην ενήλικη ζωή- η ανάγκη της ψευδούς ελπίδας ενεργοποιείται και στις ερωτικές σχέσεις, ξαναζωντανεύει υποσυνείδητα και η ελπίδα πως το άτομο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι θα μας δώσει όλα όσα ποτέ δεν εισπράξαμε ως παιδιά, αλλά και πως επιτέλους ίσως καταφέρουμε (αναδρομικά) να αλλάξουμε τον απόντα και ανεπαρκή πραγματικό γονιό μας με έναν παρόντα, και όπως θα τον θέλαμε, γονιό στο πρόσωπο του άλλου. Αυτός είναι ο λόγος που άτομα, με τέτοιο ιστορικό, «επιλέγουν» συχνά (υποσυνείδητα) συντρόφους που, με κάποιον τρόπο, μοιάζουν σε κάποια κομβικά, για τους ίδιους, σημεία με το γονιό τους.

Μια ψυχοθεραπευτική προσπάθεια ψυχαναλυτικού τύπου αυτό ακριβώς το καταστροφικό σχήμα προσπαθεί να αποκαλύψει και να προσεγγίσει τα συναισθήματα, τις ματαιώσεις και όλα τα επώδυνα βιώματα που οδηγούν σε αυτήν την αμυντική στρατηγική και στην καταναγκαστική «επανάληψη» του εσωτερικού σεναρίου, στην ενήλικη ζωή, του ατόμου που λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο.

Σημαντικό και λυτρωτικό μέρος της ψυχοθεραπευτικής προσπάθειας είναι, επίσης, να μπορέσει το άτομο να πενθήσει και να εκφράσει όλα όσα δεν έχει καταφέρει να εκφράσει ποτέ στη ζωή του.

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης, Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης

Διαβάστε επίσης

Close